συγκουφίζω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκουφίζω:''' <b class="num">1)</b> делать легче, облегчать ([[βάρος]] τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.). | |elrutext='''συγκουφίζω:''' <b class="num">1)</b> делать легче, облегчать ([[βάρος]] τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.
German (Pape)
[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.
French (Bailly abrégé)
contribuer à alléger, à soulager.
Étymologie: σύν, κουφίζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].
Greek Monolingual
ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].
Greek Monotonic
συγκουφίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, σηκώνω από κοινού ώστε να ελαφρύνει το βάρος, βοηθώ στο να κρατηθεί κάποιος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συγκουφίζω: 1) делать легче, облегчать (βάρος τι Sext.);
2) поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).