συναναγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συναναγιγνώσκω:''' и συναναγῑνώσκω одновременно или вместе читать (τινί τι Plut.).
|elrutext='''συναναγιγνώσκω:''' и συναναγῑνώσκω одновременно или вместе читать (τινί τι Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αναγιγνώσκω samen (met...) (op)lezen, tegelijk (met...) lezen; met acc. en dat. iets met iem.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναγιγνώσκω Medium diacritics: συναναγιγνώσκω Low diacritics: συναναγιγνώσκω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: synanagignṓskō Transliteration B: synanagignōskō Transliteration C: synanagignosko Beta Code: sunanagignw/skw

English (LSJ)

   A read together, ib.180d; τισι ib.97a, cf. Gal.18(2).321:— Pass., Phot.Bibl.p.145 B., al.

German (Pape)

[Seite 999] (s. γιγνώσκω), mit oder zugleich lesen, Plut. de amic. mult. z. E.

Greek (Liddell-Scott)

συναναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 180D· τινὶ αὐτόθι 97Α κτλ.

French (Bailly abrégé)

lire avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναγιγνώσκω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ
διαβάζω κάτι σε συνεργασία με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», Πλούτ.)
μσν.
διαβάζω κάτι μεταξύ τών άλλων, μαζί με άλλα.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ
διαβάζω κάτι σε συνεργασία με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», Πλούτ.)
μσν.
διαβάζω κάτι μεταξύ τών άλλων, μαζί με άλλα.

Russian (Dvoretsky)

συναναγιγνώσκω: и συναναγῑνώσκω одновременно или вместе читать (τινί τι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναγιγνώσκω samen (met...) (op)lezen, tegelijk (met...) lezen; met acc. en dat. iets met iem.