συμπαρέχω: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπαρέχω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.). | |elrutext='''συμπαρέχω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.
German (Pape)
[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.
French (Bailly abrégé)
procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.
Greek Monolingual
Α παρέχω
1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.
Greek Monolingual
Α παρέχω
1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.
Greek Monotonic
συμπαρέχω: μέλ. -παρέξω, βοηθώ στο να προκληθεί κάτι, προξενώ από κοινού, φόβοντινί, σε Ξεν.· παρέχω από κοινού, ἀσφάλειάν τινι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρέχω: тж. med.
1) вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);
2) одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.