συνεξιχνεύω: Difference between revisions
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(4b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεξιχνεύω:''' вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.). | |elrutext='''συνεξιχνεύω:''' вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.
French (Bailly abrégé)
suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.
Greek Monolingual
Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].
Greek Monolingual
Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].
Greek Monotonic
συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεξιχνεύω: вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem.