συνεπανορθόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
(4b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεπανορθόω:''' (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).
|elrutext='''συνεπανορθόω:''' (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επανορθόω helpen weer in orde te brengen.
}}
}}

Revision as of 09:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπανορθόω Medium diacritics: συνεπανορθόω Low diacritics: συνεπανορθόω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΝΟΡΘΟΩ
Transliteration A: synepanorthóō Transliteration B: synepanorthoō Transliteration C: synepanorthoo Beta Code: sunepanorqo/w

English (LSJ)

aor. συνεπηνώρθωσα (cf. ἀνορθόω) D.10.34:—

   A join in re-establishing, l.c., Plb.30.20.4.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπανορθόω: ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε ἀνορθόω) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. συνεπηνώρθωσα;
aider à restaurer.
Étymologie: σύν, ἐπανορθόω.

Greek Monotonic

συνεπανορθόω: αόρ. αʹ συνεπηνώρθωσα (βλ. ἀνορθόω), συμβάλλω στην αποκατάσταση, την επανόρθωση, παλινορθώνω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπανορθόω: (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επανορθόω helpen weer in orde te brengen.