συνωμότης: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνωμότης:''' ου ὁ член тайного общества, участник заговора, заговорщик Soph., Arph.: [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом.
|elrutext='''συνωμότης:''' ου ὁ член тайного общества, участник заговора, заговорщик Soph., Arph.: [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом.
}}
{{elnl
|elnltext=συνωμότης -ου, ὁ, Att. ook ξυνωμότης [συνόμνυμι] eedgenoot, bondgenoot:. οἱ συνωμόται Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ Πέρσῃ de Griekse bondgenoten tegen de Perzen Hdt. 7.148.1; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en inspanning, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 126. ongunstig samenzweerder, medeplichtige; met gen. met/van iem.. Plut. Ant. 2.1.
}}
}}

Revision as of 09:05, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωμότης Medium diacritics: συνωμότης Low diacritics: συνωμότης Capitals: ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ
Transliteration A: synōmótēs Transliteration B: synōmotēs Transliteration C: synomotis Beta Code: sunwmo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who is leagued by oath, fellow-conspirator, confederate, S.OC1302, Ar.Eq.452 (lyr.), V.507 (troch.), And.4.4, Lys.12.43, etc.; ἄνδρες . . ξ. Ar.Eq. 257 (troch.); οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Hdt.7.148; οἱ Κατιλίνα σ. his fellowconspirators, Plu.Ant.2; σ. τῆς ἐπιβουλῆς confederate in the plot, Hdn.4.14.2: metaph., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξ. A.Eu.126.

Greek (Liddell-Scott)

συνωμότης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων μέρος εἰς συνωμοσίαν, σύμμαχος (πρβλ. συνόμνυμι ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων μέρος ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conjuré ; συνωμότης τινός complice de qqn dans une conjuration.
Étymologie: συνόμνυμι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, -ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α
αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία
αρχ.
μτφ. αυτός που κρυφά και μαζί με άλλον προκαλεί τη βλάβη ενός τρίτου («ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ἐπ-ωμότης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

συνωμότης: -ου, ὁ (συνόμνυμι), αυτός που μετέχει σε συνωμοσία, ομόσπονδος, σύμμαχος, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

συνωμότης: ου ὁ член тайного общества, участник заговора, заговорщик Soph., Arph.: ὕπνος πόνος τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωμότης -ου, ὁ, Att. ook ξυνωμότης [συνόμνυμι] eedgenoot, bondgenoot:. οἱ συνωμόται Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ Πέρσῃ de Griekse bondgenoten tegen de Perzen Hdt. 7.148.1; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en inspanning, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 126. ongunstig samenzweerder, medeplichtige; met gen. met/van iem.. Plut. Ant. 2.1.