συνεκτίνω: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεκτίνω:''' (ῐ) (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.
|elrutext='''συνεκτίνω:''' (ῐ) (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εκτίνω helpen betalen.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτίνω Medium diacritics: συνεκτίνω Low diacritics: συνεκτίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΤΙΝΩ
Transliteration A: synektínō Transliteration B: synektinō Transliteration C: synektino Beta Code: sunekti/nw

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τείσω,

   A pay along with or together, help in paying, Id.Lg.855b, D.53.26, Plu.Rom.13.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τίνω), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτίνω: [ῐ], μέλλ -τίσω [ῑ], ἐκτίνω, πληρώνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.

French (Bailly abrégé)

acquitter avec, aider à acquitter.
Étymologie: σύν, ἐκτίνω.

Greek Monolingual

Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].

Greek Monolingual

Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].

Greek Monotonic

συνεκτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω μαζί ή από κοινού με, συμβάλλω στην πληρωμή, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτίνω: (ῐ) (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκτίνω helpen betalen.