συγγείτων: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />limitrophe.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γείτων]]. | |btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />limitrophe.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γείτων]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:06, 1 January 2019
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A bordering, neighbouring, γαῖα E.Supp.386, cf. Epigr. in POxy.662.43 (Leon.): as Subst., PLond.5.1708.188.
German (Pape)
[Seite 961] ονος, benachbart, angränzend, γαῖα, Eur. Suppl. 402.
Greek (Liddell-Scott)
συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, γειτνιάζων, ὅμορος, συγγείτον’ οἰκῶν γαῖαν Εὐρ. Ἱκ. 386.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
limitrophe.
Étymologie: σύν, γείτων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).
Greek Monotonic
συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που συνορεύει με, γειτονικός, γείτονας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συγγείτων: ονος adj. сопредельный, соседний (γαῖα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγείτων -ονος [σύν, γείτων] als adj. naburig, aangrenzend.