συνέπαινος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est d’accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui est d’accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συνεπαινῶ]]<br />αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἡ βουλὴ [[συνέπαινος]] Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέπαινος Medium diacritics: συνέπαινος Low diacritics: συνέπαινος Capitals: ΣΥΝΕΠΑΙΝΟΣ
Transliteration A: synépainos Transliteration B: synepainos Transliteration C: synepainos Beta Code: sune/painos

English (LSJ)

ον,

   A joining in approbation of a thing, σ. εἶναι or γίνεσθαι give one's consent to a thing, τινι Hdt.3.119, 5.31: abs., ib.20, Nic.Dam.Fr.130.18 J.: c. acc. et inf., consent that . ., Hdt.7.15: c. dat. pers., D.C.57.15.

German (Pape)

[Seite 1016] lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

συνέπαινος: -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. εἶναι, συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est d’accord avec, qui approuve.
Étymologie: συνεπαινέω.

Greek Monolingual

-ον, Α συνεπαινῶ
αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει μαζί με κάποιον άλλο («ἡ βουλὴ συνέπαινος Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

συνέπαινος: -ον, αυτός που συμμετέχει στην έγκριση κάποιου πράγματος, σύμφωνος· συνέπαινος εἶναι, δίνω τη συγκατάθεσή μου σε κάτι, τινι, ή απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ. συναινώ να..., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνέπαινος: одобряющий, соглашающийся (τινι Her.): οὐδαμῶς σ. ποιέειν με ταῦτα Her. нисколько не одобряя моего образа действий.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνέπαινος -ον [σύν, ἔπαινος] die mede goedkeurt, die instemt: σ. εἶναι of γίγνεσθαι mede goedkeuren, instemmen (met), abs.; met dat.; met AcI.