συναπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] από κοινού ή συγχρόνως<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναπολαμβάνομαι</i><br />καταστέλλομαι ολοσχερώς.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαμβάνω Medium diacritics: συναπολαμβάνω Low diacritics: συναπολαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synapolambánō Transliteration B: synapolambanō Transliteration C: synapolamvano Beta Code: sunapolamba/nw

English (LSJ)

   A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40.    II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.

French (Bailly abrégé)

recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.

Greek Monotonic

συναπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω από κοινού ή αμέσως, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συναπολαμβάνω: одновременно получать (sc. τὸν μισθόν Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.