συμφθέγγομαι: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=parler <i>ou</i> résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φθέγγομαι]].
|btext=parler <i>ou</i> résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φθέγγομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ηχώ σε [[συμφωνία]] με άλλον («ἡ [[λύρα]] συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλέγομαι]], [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[λέγω]], ηχώ»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφθέγγομαι Medium diacritics: συμφθέγγομαι Low diacritics: συμφθέγγομαι Capitals: ΣΥΜΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: symphthéngomai Transliteration B: symphthengomai Transliteration C: symftheggomai Beta Code: sumfqe/ggomai

English (LSJ)

   A sound with, ἡ λύρα τῷ Χρωμένῳ σ. Plu.Alc.2, etc.; ἐμοὶ ὁ νόμος συμφθέγγεται Chor.p.55 B.: abs., D.C.74.3, restored for -φθειρ- in D.Chr.78.20.    II converse with, Plu.2.580d.

German (Pape)

[Seite 991] mittönen, ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφθέγγομαι: ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.

French (Bailly abrégé)

parler ou résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, φθέγγομαι.

Greek Monolingual

Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].

Greek Monotonic

συμφθέγγομαι: αποθ., ηχώ από κοινού, ηχώ σε συμφωνία, συνηχώ, τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμφθέγγομαι: 1) вторить, аккомпанировать (τινι Plut.);
2) поддакивать, соглашаться (τινι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φθέγγομαι [σύν, φθέγγομαι] ‘meeklinken’ hetzelfde geluid laten horen als, harmoniëren met, met dat.