σύμπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18. | |lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat.