ἁρμαλιά: Difference between revisions
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(1b) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁρμᾰλιά:''' ион. ἁρμᾰλιή ἡ продовольствие, пища Hes., Theocr., Anth. | |elrutext='''ἁρμᾰλιά:''' ион. ἁρμᾰλιή ἡ продовольствие, пища Hes., Theocr., Anth. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[ration]], [[food]] (Hes.).<br />Other forms: Also <b class="b3">αρμολια</b>, <b class="b3">-εα</b> (Pap.), and <b class="b3">ἄρμωλα ἀρτύματα</b>. <b class="b3">Ἀρκάδες</b> H. Cf. Bechtel Dial. 1, 388 (<b class="b3">-ωλ-</b> of course not old ablaut). Other glosses <b class="b3">ἀρμόγαλα τὰ ἀρτύματα</b>. <b class="b3">Ταραντῖνοι</b> (in wrong place) and <b class="b3">ἀρμώμαλα</b> (read <b class="b3">-ματα</b>?) may contain mistakes. Cf. further <b class="b3">ἡρμαλώσατο συνέλαβεν</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Cf. [[ἄρμενα]] [[food]] and 2. <b class="b3">ἄρμα</b> <b class="b2">id.</b> S. Scheller Oxytonierung 88 (also on <b class="b3">-ία</b>). On the suffix Chantr. Form. 82, Schwyzer 469, 483. The variation <b class="b3">-αλ-</b>, <b class="b3">-ολ-</b>, <b class="b3">-ωλ-</b> suggests a loanword. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A sustenance allotted, food, Hes.Op.560,767; ἁ. ἔμμηνος Theoc.16.35; stores in a ship, A.R.1.393:—also ἁρμολία, ἡ, PTeb. 112 (ii B. C.), 121.78 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 355] (vgl. ἁρμόζω), ἡ, zugetheilte Nahrung, Speise, Hes. O. 558. 765; ἔμμηνος Theocr. 26, 35; Leon. Al. 30 (VI, 302); Mundvorrath auf dem Schiffe, Ap. Rh. 1, 393.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμαλιά: ἡ, τὸ ὡρισμένον ποσὸν τροφῆς διδομένης εἰς τοὺς δούλους ἢ τὰ κτήνη, σιτηρέσιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 560, 765· ἁρμ. ἔμμηνος Θεόκρ. 16. 35· τὰ διὰ τὸν πλοῦν ἀπαιτοῦμενα τρόφιμα, κοινῶς «κουμπάνια», Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 393.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
provisions, vivres.
Étymologie: ἁρμός.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰλιά) -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ép. -ιή Hes.Op.560, A.R.1.393; ἁρμολεά PTeb.112 p.473 (II a.C.) en BL 1.424; ἁρμολιά PTeb.121.78 (I a.C.) en BL 1.424
ración de comida τὤμισυ βουσίν, ἐπ' ἀνέρι δὲ πλέον εἴη ἁρμαλιῆς la mitad de la ración bastará para los bueyes, pero para los hombres será más abundante Hes.Op.l.c., ἁρμαλιᾶς ὄχλος S.Fr.828d, ἁρμαλιὴν ἔμμηνον Theoc.16.35, ἁ. ε[ἰς] τὸν Ἰβίω(να) PTeb.121 en l.c., cf. PSI 601.7 (III a.C.), PTeb.866.59 (III a.C.), 887.102 (II a.C.), 112 en l.c.
•provisiones, víveres de una tripulación, A.R.l.c.
• Etimología: Etim. dud. Rel. c. ἄρμα ‘alimento’, deriv. quizá de αἴρω, pero el espíritu áspero no concuerda.
Greek Monolingual
ἁρμαλιά, η (Α)
1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο
2. οι προμήθειες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των δύο τύπων, προσκρούει στη δασύτητα της λ. αρμαλιά. Το πρόσφυμα -μαλ-(παρεκτεταμένη μορφή ενός αρχικού επιθήματος σε μ-είτε < επίθημα mel-) θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσχετισμό του αρμαλιά με το αρμός, που επίσης σχηματίζεται με πρόσφυμα μ-, αλλά διαφέρει σημασιολογικά. Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, ο τ. αρμαλιά πιθ. < αρμαρ-ια < (ρίζα) αρ-(αραρίσκω) + (επίθημα) -μαρ-(-mŗ-) + (κατάλ.) -ια με παρετυμολογικό συσχετισμό προς το αρ- των άρμα, αρμόττω και ανομοιωτική τροπή του ακολουθούντος -λ- σε -ρ-].
Greek Monotonic
ἁρμαλιά: ἡ (*ἄρω), τροφή που δινόταν προς εφοδιασμό, μερίδα φαγητού, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰλιά: ион. ἁρμᾰλιή ἡ продовольствие, пища Hes., Theocr., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: ration, food (Hes.).
Other forms: Also αρμολια, -εα (Pap.), and ἄρμωλα ἀρτύματα. Ἀρκάδες H. Cf. Bechtel Dial. 1, 388 (-ωλ- of course not old ablaut). Other glosses ἀρμόγαλα τὰ ἀρτύματα. Ταραντῖνοι (in wrong place) and ἀρμώμαλα (read -ματα?) may contain mistakes. Cf. further ἡρμαλώσατο συνέλαβεν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. ἄρμενα food and 2. ἄρμα id. S. Scheller Oxytonierung 88 (also on -ία). On the suffix Chantr. Form. 82, Schwyzer 469, 483. The variation -αλ-, -ολ-, -ωλ- suggests a loanword.