ἄπελος: Difference between revisions
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»]. | |mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[wound]] (Call. Fr. 343).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. <b class="b3">α-</b>privans with <b class="b3">πέλας</b> [[skin]] or Lat. [[pello]] [[push]] is improbable. vW. Orbis 15 (1966) 256 compares Toch. B [[pīle]], A <b class="b2">päl</b> [[wound]], on which see Adams, Dict.; all very uncertain. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:31, 2 January 2019
English (LSJ)
τό,
A wound not skinned over, Call.Fr.343.
German (Pape)
[Seite 286] τό, eine Wunde, worüber sich noch keine Haut gebildet hat, unverharscht, Callim. frg. 343, was Eusth. von μὴ πελάζειν ableitet, Andere von einem ungebräuchlichen πέλος, = pellis.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπελος: τὸ, (πέλλα Β) ἕλκος μὴ ἐπουλωθὲν εἰσέτι, Καλλ. Ἀποσπ. 343, Εὐστάθ. σ. 842 [843, 33] κτλ.
Spanish (DGE)
• Morfología: [género dud.]
herida abierta, que no ha cicatrizado Call.Fr.660.
• Etimología: Quizá de ἀ- priv. y la r. *pel- ‘piel’ que aparece en ἐρυσιπέλας, πέλλα, lat. pellis, etc.
Greek Monolingual
ἄπελος, το (Μ)
πληγή που δεν έχει επουλωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του δέρματος», πέλλα, λατ. pellis «δέρμα»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: wound (Call. Fr. 343).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. α-privans with πέλας skin or Lat. pello push is improbable. vW. Orbis 15 (1966) 256 compares Toch. B pīle, A päl wound, on which see Adams, Dict.; all very uncertain.