κλήθρα: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(nl) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κλήθρα -ας, ἡ els (boom). | |elnltext=κλήθρα -ας, ἡ els (boom). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">alder, Alnus glutinosa</b> (Od., Thphr.).<br />Other forms: ion. <b class="b3">-ρη</b><br />Derivatives: <b class="b3">κλήθρινος</b> <b class="b2">of alder</b> (Ath. Mech.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Has been connected with NHG dial. [[lutter]], [[ludere]], [[ludern]] <b class="b2">Alpenerle, Betula nana</b> as IE. <b class="b2">*klādhrā</b>. Cf. Schrader-Nehring Reallex. 1, 259, where also on other IE. names of the alder. Unclear to me. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 3 January 2019
English (LSJ)
Ion. κλήθ-ρη, ἡ,
A alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.
German (Pape)
[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].
Greek Monotonic
κλήθρα: Ιων. -ρη, ἡ, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της σήμερα η σκλήθρα, πιθ. alnus, και αποκαλείται ακόμα κλέθρα, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλήθρα -ας, ἡ els (boom).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: alder, Alnus glutinosa (Od., Thphr.).
Other forms: ion. -ρη
Derivatives: κλήθρινος of alder (Ath. Mech.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Has been connected with NHG dial. lutter, ludere, ludern Alpenerle, Betula nana as IE. *klādhrā. Cf. Schrader-Nehring Reallex. 1, 259, where also on other IE. names of the alder. Unclear to me.