μέλλαξ: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(24)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέλλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[νεανίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>. Η λ. θεωρείται [[υποκοριστικός]] τ. πιθ. του τ. [[μελλείρην]] «[[έφηβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μόθαξ]], υποκοριστικό του [[μόθων]] «[[παιδί]] ειλώτων»)].
|mltxt=[[μέλλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[νεανίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>. Η λ. θεωρείται [[υποκοριστικός]] τ. πιθ. του τ. [[μελλείρην]] «[[έφηβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μόθαξ]], υποκοριστικό του [[μόθων]] «[[παιδί]] ειλώτων»)].
}}
{{etym
|etymtx=-ακος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">young boy</b> (inscr. Alexandria, PMag. Par.), <b class="b3">μέλακες νεώτεροι</b> H.<br />Other forms: On <b class="b3">μίλαξ</b> s. below.<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">μελλάκιον</b> (Alexandria).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Hypocoristic short form (after <b class="b3">μεῖραξ</b> a. o.) of <b class="b3">μελλ-έφηβος</b> (hell. inscr.), <b class="b3">μελλ-είρην</b> (Sparta) or so; cf. still <b class="b3">μελλόνυμφος</b> (S.) a. o. So LSJ. As however the word is no doubt identical with 2. <b class="b3">μῖλαξ</b> (s.v.), it is rather a Pre-greek word. The association with <b class="b3">μελλ-</b> is therefore improbable. -- Chantraine Form. 379f.
}}
}}

Revision as of 04:00, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλαξ Medium diacritics: μέλλαξ Low diacritics: μέλλαξ Capitals: ΜΕΛΛΑΞ
Transliteration A: méllax Transliteration B: mellax Transliteration C: mellaks Beta Code: me/llac

English (LSJ)

ακος, ὁ,

   A = μεῖραξ, youth, lad, PMag.Par.1.343; page, CIG 4682 (Alexandria): pl. written μέλακες in Hsch.; cf. μῖλαξ. (Prob. from μέλλω, like μελλείρην, μελλέφηβος.)

German (Pape)

[Seite 125] ακος, ὁ, od. bei Hesych. μέλαξ, Jüngling.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλαξ: -ακος, ὁ, νεανίας, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ μεῖραξ, Ἐπιγραφ. Ἀλεξ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4682 (ἔνθα πιθ. σημαίνει θεράποντα, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. μέλακες. Ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει τύπον μῖλαξ ἐκ τοῦ Ἑρμίππου, καὶ ἑρμηνεύει: «τὸν δημοτικόν». (Πιθανῶς ἐκ τοῦ μέλλω, ὡς τὰ μελλείρην, μελλέφηβος).

Greek Monolingual

μέλλαξ, -ακος, ὁ (Α)
νεανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + επίθημα -αξ. Η λ. θεωρείται υποκοριστικός τ. πιθ. του τ. μελλείρην «έφηβος» (πρβλ. μόθαξ, υποκοριστικό του μόθων «παιδί ειλώτων»)].

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: young boy (inscr. Alexandria, PMag. Par.), μέλακες νεώτεροι H.
Other forms: On μίλαξ s. below.
Derivatives: Dimin. μελλάκιον (Alexandria).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hypocoristic short form (after μεῖραξ a. o.) of μελλ-έφηβος (hell. inscr.), μελλ-είρην (Sparta) or so; cf. still μελλόνυμφος (S.) a. o. So LSJ. As however the word is no doubt identical with 2. μῖλαξ (s.v.), it is rather a Pre-greek word. The association with μελλ- is therefore improbable. -- Chantraine Form. 379f.