ὀλούφω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(28)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλούφω]] (Α)<br />[[ὀλόπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[ὀλόπτω]] δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ὀλούφω]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leubh</i>- «[[ξεφλουδίζω]], [[αποσπώ]], [[γυμνώνω]]» και να συνδεθεί με λατ. <i>liber</i> «[[φλοιός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>luber</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lubhros</i>), ρωσ. <i>lub</i> «[[φλοιός]]», αρχ. ιρλδ. <i>luib</i> «[[χλόη]]»].
|mltxt=[[ὀλούφω]] (Α)<br />[[ὀλόπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[ὀλόπτω]] δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ὀλούφω]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leubh</i>- «[[ξεφλουδίζω]], [[αποσπώ]], [[γυμνώνω]]» και να συνδεθεί με λατ. <i>liber</i> «[[φλοιός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>luber</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lubhros</i>), ρωσ. <i>lub</i> «[[φλοιός]]», αρχ. ιρλδ. <i>luib</i> «[[χλόη]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: = <b class="b3">ὀλόπτω</b> (Phot.), <b class="b3">ὀλουφεῖν</b> (<b class="b3">ὀλούφειν</b> Schmidt) <b class="b3">τίλλειν</b>, <b class="b3">διολουφεῖν</b> (<b class="b3">-φειν</b> Schm.) <b class="b3">διατίλλειν η διασιλλαίνειν</b> H.<br />Etymology: After Grošelj Živa Ant. 4, 173 to the IE idg. word for <b class="b2">bark etc.</b> in Lat. [[liber]] (< <b class="b2">*luber</b>) m. [[bark]], [[book]], Russ. [[lub]] [[bark]] (WP. 2,418, Pok. 690); quite possible. <b class="b3">ὀλοφλυκτίς</b> (<b class="b3">-φυκτίς</b> H. w. dissim.), <b class="b3">-ίδος</b> f. <b class="b2">bladder, pustule (with blood and water)</b> (Hp., Myrtil. Com.). -- Technical determinative comp. from [[ὀλός]] and <b class="b3">φλυκτίς</b> (s. vv.). Besides <b class="b3">ὀλο-φυγδών</b>, <b class="b3">-όνος</b> f. <b class="b2">id.</b> (Theoc. 9, 30 with v. l. <b class="b3">ὀλοφυγγών</b> as also in H.) after the semantically close <b class="b3">πρηδών</b>, <b class="b3">πυθεδών</b> etc. (<b class="b3">ὀλοφυγ-γών</b>, if correct, after <b class="b3">σταγών</b> v. t.?). - Cf. <b class="b3">ὀλόπτω</b>. The two verbs are evidently variants, and so prob. point to a Pre-Greek word.
}}
}}

Revision as of 05:11, 3 January 2019

German (Pape)

[Seite 327] = ὀλόπτω, Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλούφω: λέγεται ὁτι εἶναι ἕτερος τύπος τοῦ ὀλόπτω, «ὀλούφειν: τίλλειν καὶ κατασπᾶν· οἷον ὀλοσφύζειν» (κῶδ. ὀλοσφίζειν) Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀλούφω (Α)
ὀλόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα leubh- «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ. liber «φλοιός» (< luber < lubhros), ρωσ. lub «φλοιός», αρχ. ιρλδ. luib «χλόη»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: = ὀλόπτω (Phot.), ὀλουφεῖν (ὀλούφειν Schmidt) τίλλειν, διολουφεῖν (-φειν Schm.) διατίλλειν η διασιλλαίνειν H.
Etymology: After Grošelj Živa Ant. 4, 173 to the IE idg. word for bark etc. in Lat. liber (< *luber) m. bark, book, Russ. lub bark (WP. 2,418, Pok. 690); quite possible. ὀλοφλυκτίς (-φυκτίς H. w. dissim.), -ίδος f. bladder, pustule (with blood and water) (Hp., Myrtil. Com.). -- Technical determinative comp. from ὀλός and φλυκτίς (s. vv.). Besides ὀλο-φυγδών, -όνος f. id. (Theoc. 9, 30 with v. l. ὀλοφυγγών as also in H.) after the semantically close πρηδών, πυθεδών etc. (ὀλοφυγ-γών, if correct, after σταγών v. t.?). - Cf. ὀλόπτω. The two verbs are evidently variants, and so prob. point to a Pre-Greek word.