πρηδών: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(34)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φλεγμονή]], [[πρήξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» — λέγεται προκειμένου για εντερική [[διάταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πρη</i>-<i>μι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>δών</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>σηπε</i>-<i>δών</i>, <i>σπα</i>-<i>δών</i>)].
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φλεγμονή]], [[πρήξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» — λέγεται προκειμένου για εντερική [[διάταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πρη</i>-<i>μι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>δών</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>σηπε</i>-<i>δών</i>, <i>σπα</i>-<i>δών</i>)].
}}
{{etym
|etymtx=<b class="b3">πρήθω</b> (<b class="b3">ἐνέπρηθον</b>), <b class="b3">πρηστήρ</b> a.o.<br />See also: s. [[πίμπρημι]].
}}
}}

Revision as of 05:55, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηδών Medium diacritics: πρηδών Low diacritics: πρηδών Capitals: ΠΡΗΔΩΝ
Transliteration A: prēdṓn Transliteration B: prēdōn Transliteration C: pridon Beta Code: prhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (πρήθω)

   A swelling, Nic.Th.365 (pl.); αἱ τῆς φλεγμονῆς π., of intestinal distension, Aret.CA1.1.

German (Pape)

[Seite 699] όνος, ἡ, Brand, entzündliche Geschwulst, Nic. Ther. 365 u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πρηδών: -όνος, ἡ, (πρήθω) φλόγωσις, φλεγμονή, Νικ. Θηρ. 365, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θραπευτ. 1. 1.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
1. φλεγμονή, πρήξιμο
2. φρ. «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» — λέγεται προκειμένου για εντερική διάταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι + επίθημα -δών, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. σηπε-δών, σπα-δών)].

Frisk Etymological English

πρήθω (ἐνέπρηθον), πρηστήρ a.o.
See also: s. πίμπρημι.