θεσμοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(17)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεσμοδότης''': ὁ, [[νομοθέτης]], Ἰω. Μαλαλ.˙ θηλ. -[[δότειρα]], Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.
|lstext='''θεσμοδότης''': ὁ, [[νομοθέτης]], Ἰω. Μαλαλ.· θηλ. -[[δότειρα]], Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεσμοδότης]], θηλ. [[θεσμοδότειρα]])<br />αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτο</i>-[[δότης]], <i>εργο</i>-[[δότης]], <i>υπνο</i>-[[δότης]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεσμοδότης]], θηλ. [[θεσμοδότειρα]])<br />αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτο</i>-[[δότης]], <i>εργο</i>-[[δότης]], <i>υπνο</i>-[[δότης]])].
}}
}}

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοδότης Medium diacritics: θεσμοδότης Low diacritics: θεσμοδότης Capitals: ΘΕΣΜΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: thesmodótēs Transliteration B: thesmodotēs Transliteration C: thesmodotis Beta Code: qesmodo/ths

English (LSJ)

ὁ,

   A lawgiver, cj. for -θέτης, Longin.9.9:—fem. θεσμο-δότειρα Orph.Εὐχή 25.

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοδότης: ὁ, νομοθέτης, Ἰω. Μαλαλ.· θηλ. -δότειρα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα)
αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο-δότης, εργο-δότης, υπνο-δότης)].