θέλκτρον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέλκτρον''': τό, = [[θελκτήριον]], Σοφ. Τρ. 585˙ ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, [[θέλγητρον]] ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.
|lstext='''θέλκτρον''': τό, = [[θελκτήριον]], Σοφ. Τρ. 585· ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, [[θέλγητρον]] ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλκτρον Medium diacritics: θέλκτρον Low diacritics: θέλκτρον Capitals: ΘΕΛΚΤΡΟΝ
Transliteration A: thélktron Transliteration B: thelktron Transliteration C: thelktron Beta Code: qe/lktron

English (LSJ)

τό,= θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).

German (Pape)

[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.

Greek (Liddell-Scott)

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, Σοφ. Τρ. 585· ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, θέλγητρον ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. θελκτήριον.
Étymologie: θέλγω.

Greek Monolingual

θέλκτρον, το (Α) θέλγω
θελκτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -τρον, πρβλ. μάκ-τρον, πλήκ-τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)].

Greek Monotonic

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θέλκτρον: τό Soph. = θελκτήριον.