κουριάω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10˙ [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10· [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουριάω Medium diacritics: κουριάω Low diacritics: κουριάω Capitals: ΚΟΥΡΙΑΩ
Transliteration A: kouriáō Transliteration B: kouriaō Transliteration C: kouriao Beta Code: kouria/w

English (LSJ)

of hair,

   A need clipping πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν Luc.Gall.10.    II of persons, ἐν χρῷ κ. need close clipping, Pherecr.30, Plu.Alc.23; ἄνθρωπος ἀεὶ -ιῶν Luc.Lex.10.    2 wear rough, untrimmed hair, Ael.NA7.48; κ. τὸ γένειον Alciphr.3.55, cf. Hp.Ep.17, Artem.1.19 (interpol.).

Greek (Liddell-Scott)

κουριάω: μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς κόμης, ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς μέγεθος, Λουκ. Λεξιφ. 10· πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς μέχρι δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· κ. τὸ γένειον Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
propr. avoir besoin d’être tondu en parl. des cheveux ou de la barbe, être trop long : πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν LUC barbe longue à l’excès.
Étymologie: κουρά.

Greek Monotonic

κουριάω: μέλ. -άσω (κουρά), λέγεται για τα μαλλιά, έχω ανάγκη από κούρεμα, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουριάω [κουρά] woest of onverzorgd haar hebben.

Russian (Dvoretsky)

κουριάω: 1) (тж. εἰς ὑπερβολὴν κ. Luc.) нуждаться в стрижке, т. е. быть длинным (κουριῶσαι τρίχες, πώγων κουριῶν Luc.);
2) быть остриженным: ἐν χρῷ κουριῶν Plut. остриженный наголо.