καταχορηγέω: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχορηγέω''': δαψιλῶς δαπανῶ ὡς χορηγὸς ἢ ἐν τῇ χορηγίᾳ, ὑπέρ τινος Λυσ. 155. 33˙ [[καθόλου]], δαπανῶ δαψιλῶς, καταδαπανῶ, σπαταλῶ εἴς τι, τί τινι Διον. Ἁλ. 3. 72˙ κ. τὰ οἰκεῖα Πλουτ. Λύσ. τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 13˙ τὰ τῶν στρατευμάτων [[ἐφόδια]] καταχορηγοῦντες εἰς τὸ [[θέατρον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. 348˙ πρβλ. [[καταλειτουργέω]].
|lstext='''καταχορηγέω''': δαψιλῶς δαπανῶ ὡς χορηγὸς ἢ ἐν τῇ χορηγίᾳ, ὑπέρ τινος Λυσ. 155. 33· [[καθόλου]], δαπανῶ δαψιλῶς, καταδαπανῶ, σπαταλῶ εἴς τι, τί τινι Διον. Ἁλ. 3. 72· κ. τὰ οἰκεῖα Πλουτ. Λύσ. τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 13· τὰ τῶν στρατευμάτων [[ἐφόδια]] καταχορηγοῦντες εἰς τὸ [[θέατρον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. 348· πρβλ. [[καταλειτουργέω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχορηγέω Medium diacritics: καταχορηγέω Low diacritics: καταχορηγέω Capitals: ΚΑΤΑΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: katachorēgéō Transliteration B: katachorēgeō Transliteration C: katachorigeo Beta Code: kataxorhge/w

English (LSJ)

   A lauish as χορηγός, ὑπέρ τινος πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.19.42: generally, spend or contribute lavishly, οὐσίας τισί D.H.3.72; τὰ οἰκεῖα Plu.Lys.9; squander upon, τι εἰς δεῖπνα Id.Eum. 13; εἰς τὸ θέατρον Id.2.348f; κ. τοῖς στρατεύμασιν ἀφειδῶς τῶν χρημάτων Id.Cat.Ma.3.

Greek (Liddell-Scott)

καταχορηγέω: δαψιλῶς δαπανῶ ὡς χορηγὸς ἢ ἐν τῇ χορηγίᾳ, ὑπέρ τινος Λυσ. 155. 33· καθόλου, δαπανῶ δαψιλῶς, καταδαπανῶ, σπαταλῶ εἴς τι, τί τινι Διον. Ἁλ. 3. 72· κ. τὰ οἰκεῖα Πλουτ. Λύσ. 9· τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 13· τὰ τῶν στρατευμάτων ἐφόδια καταχορηγοῦντες εἰς τὸ θέατρον ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. 348· πρβλ. καταλειτουργέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 dépenser en frais de chorégie;
2 dépenser, gaspiller, acc..
Étymologie: κατά, χορηγέω.

Greek Monotonic

καταχορηγέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω ως χορηγός· γενικά, σκορπώ γενναιόδωρα, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χορηγέω als choreeg bekostigen; uitbr. rijkelijk uitgeven:. ἄργυρος ἀφειδῶς καταχορηγηθείς met geld was overvloedig gesmeten Plut. Br. 38.6.

Russian (Dvoretsky)

καταχορηγέω: 1) расходовать по обязанностям хорега, тратить на хорегии (πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.);
2) растрачивать, расточать (εἰς δεῖπνα καὶ θυσίας Plut.); проматывать (τὰ οἰκεῖα Plut.).