κεντρόω: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(3) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεντρόω''': ἐν παθ., ἔχω [[κέντρον]], εἶμαι ὡπλισμένος μὲ [[κέντρον]], Πλάτ. Πολ. 552D, 555D. 2) πλήττων διὰ τοῦ κέντρου, Ἡρόδ. 3. | |lstext='''κεντρόω''': ἐν παθ., ἔχω [[κέντρον]], εἶμαι ὡπλισμένος μὲ [[κέντρον]], Πλάτ. Πολ. 552D, 555D. 2) πλήττων διὰ τοῦ κέντρου, Ἡρόδ. 3. 16· ἴδε [[κεντόω]]·- μεταφορ., παρακινῶ εἴς τι, κεκεντρωμένος εἰς λόγους Ἀριστείδ. 1. 327. ΙΙ. θέτω ἢ [[εὑρίσκω]] ἐν τῷ κέντρῳ, Παύλου Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
A furnish with a sting:—Pass., to be so furnished, Pl.R. 552d, 555d. 2 strike with a goad, Hdt.3.16 (cf. κεντόω): metaph., spur on, κεκεντρωμένος εἰς λόγους Aristid.Or.50(26).26. II Pass., Astron., occupy a cardinal point, Ptol.Tetr.153, Man.1.90.
German (Pape)
[Seite 1418] stacheln (vgl. κεντόω), anspornen, Sp.; – mit Stacheln, Spitzen versehen, κεκεντρωμένοι κηφῆνες Plat. Rep. VIII, 552 d, vgl. 555 d; Sp. – Ins Centrum stellen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρόω: ἐν παθ., ἔχω κέντρον, εἶμαι ὡπλισμένος μὲ κέντρον, Πλάτ. Πολ. 552D, 555D. 2) πλήττων διὰ τοῦ κέντρου, Ἡρόδ. 3. 16· ἴδε κεντόω·- μεταφορ., παρακινῶ εἴς τι, κεκεντρωμένος εἰς λόγους Ἀριστείδ. 1. 327. ΙΙ. θέτω ἢ εὑρίσκω ἐν τῷ κέντρῳ, Παύλου Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 armer d’un aiguillon;
2 piquer d’un aiguillon.
Étymologie: κέντρον.
Greek Monotonic
κεντρόω: μέλ. -ώσω (κέντρον),
1. εξοπλίζω με κεντρί — Παθ., είμαι με κεντρί εφοδιασμένος, τσιμπώ, σε Πλάτ.
2. πλήττω με κεντρί, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντρόω [κέντρον] met een prikstok bewerken:. τὸν νέκυν... κεντροῦν het lijk met een prikkel bewerken Hdt. 3.16.1; κεκεντρωμένοι van een angel voorzien Plat. Resp. 552d.
Russian (Dvoretsky)
κεντρόω: 1) колоть (μαστιγοῦν καὶ κ. τινα Her.);
2) снабжать жалом (κεκεντρωμένοι κηφῆνες Plat., Plut.).