έναυλος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(11)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔναυλος]], ο και [[ἔναυλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου, [[χαράδρα]], [[κοίλωμα]] απ' όπου ρέει [[χείμαρρος]] («[[τάχα]] κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χείμαρρος]]<br /><b>3.</b> [[κατοικία]], [[τόπος]] διαμονής, [[ενδιαίτημα]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο (AM [[ἔναυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[φωνή]], ήχο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντηχεί σαν [[ήχος]] αυλού, [[ζωηρός]], [[έντονος]] («[[ἔναυλος]] ὁ [[λόγος]] τε καὶ ὁ [[φθόγγος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτυπώνεται [[βαθιά]] στη [[μνήμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[αυλή]] («τίν' ἔχει στίβον, [[ἔναυλον]] ἤ θυραῑον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει σε [[σπήλαιο]] («[[λέοντας]] ἐναύλους», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναύλως</i><br /><b>1.</b> ζωηρά, έντονα, ευκρινώς<br /><b>2.</b> [[μέσα]] σε αυλές, χαράδρες ή κοιλώματα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔναυλος]], ο και [[ἔναυλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου, [[χαράδρα]], [[κοίλωμα]] απ' όπου ρέει [[χείμαρρος]] («[[τάχα]] κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χείμαρρος]]<br /><b>3.</b> [[κατοικία]], [[τόπος]] διαμονής, [[ενδιαίτημα]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (AM [[ἔναυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[φωνή]], ήχο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντηχεί σαν [[ήχος]] αυλού, [[ζωηρός]], [[έντονος]] («[[ἔναυλος]] ὁ [[λόγος]] τε καὶ ὁ [[φθόγγος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτυπώνεται [[βαθιά]] στη [[μνήμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[αυλή]] («τίν' ἔχει στίβον, [[ἔναυλον]] ἤ θυραῑον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει σε [[σπήλαιο]] («[[λέοντας]] ἐναύλους», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναύλως</i><br /><b>1.</b> ζωηρά, έντονα, ευκρινώς<br /><b>2.</b> [[μέσα]] σε αυλές, χαράδρες ή κοιλώματα.
}}
}}

Revision as of 12:20, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α)
1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ' όπου ρέει χείμαρροςτάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.)
2. χείμαρρος
3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα.
(II)
-η, -ο (AM ἔναυλος, -ον)
1. (για φωνή, ήχο κ.λπ.) αυτός που αντηχεί σαν ήχος αυλού, ζωηρός, έντονοςἔναυλοςλόγος τε καὶ ὁ φθόγγος», Πλάτ.)
2. αυτός που αποτυπώνεται βαθιά στη μνήμη
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην αυλή («τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἤ θυραῑον», Σοφ.)
2. αυτός που ζει σε σπήλαιολέοντας ἐναύλους», Ευρ.).
επίρρ...
εναύλως
1. ζωηρά, έντονα, ευκρινώς
2. μέσα σε αυλές, χαράδρες ή κοιλώματα.