εξυπνώ: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(12) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυπνώ]], -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον απ' τον ύπνο, [[αφυπνίζω]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] την [[πραγματικότητα]]<br /><b>4.</b> (για νεκρό) [[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν εξύπνησε [[ακόμη]]» — δεν έχει καταλάβει την [[πραγματικότητα]] ή [[είναι]] εντελώς [[απονήρευτος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυπνώ]], -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον απ' τον ύπνο, [[αφυπνίζω]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] την [[πραγματικότητα]]<br /><b>4.</b> (για νεκρό) [[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν εξύπνησε [[ακόμη]]» — δεν έχει καταλάβει την [[πραγματικότητα]] ή [[είναι]] εντελώς [[απονήρευτος]].<br /><b>(II)</b><br />ἐξυπνῶ, -όω (Α)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από ανόητη [[απασχόληση]] («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[υπνώ]] «[[κοιμίζω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
και ξυπνώ, -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)
1. σηκώνω κάποιον απ' τον ύπνο, αφυπνίζω
2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι
3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα
4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι
νεοελλ.
φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» — δεν έχει καταλάβει την πραγματικότητα ή είναι εντελώς απονήρευτος.
(II)
ἐξυπνῶ, -όω (Α)
1. σηκώνω από τον ύπνο
2. συνέρχομαι από ανόητη απασχόληση («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπνώ «κοιμίζω»].