ηνία: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(16)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἡνία]], δωρ. τ. ἁνία)<br /><b>1.</b> [[ηνίο]], [[χαλινός]], [[χαλινάρι]], [[γκέμι]] («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διεύθυνση]], [[διοίκηση]] («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δερμάτινο [[λουρί]] με το οποίο έδεναν τα υποδήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>στρ.</b> «ἐφ' ἡνίαν» — [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀννία</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ν</i>- και [[αντέκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνσία</i>, με [[αφομοίωση]]. Η [[δασύτητα]] της λ. δεν ερμηνεύεται με [[βεβαιότητα]] και [[μάλλον]] δεν [[είναι]] αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. <i>ē</i>(<i>i</i>)<i>si</i>, ενώ η [[συσχέτιση]] με λατ. <i>ā</i><i>nsa</i> «[[λαβή]]» και λιθ. <i>ā</i><i>sa</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (<i>ἡνίαι</i>), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. ([[ἡνία]]) [[προφανώς]] για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως <i>ἡνίαι</i> επιβεβαιώνεται ως [[αρχικός]] από μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i> «[[ηνία]]» και οργανική πληθ. <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i>-<i>pi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ηνιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηνίοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοποιός]], [[ηνιορράφος]], [[ηνιόστροφος]], [[ηνιοστρόφος]]<br />(Β συνθετικό) [[ευήνιος]], [[δυσήνιος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήνιος]], [[φιλήνιος]], [[χρυσήνιος]].———————— <b>(II)</b><br />τα (AM [[ἡνία]], Α δωρ. τ. ἁνία)<br />πληθ. του [[ηνίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἡνία]], δωρ. τ. ἁνία)<br /><b>1.</b> [[ηνίο]], [[χαλινός]], [[χαλινάρι]], [[γκέμι]] («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διεύθυνση]], [[διοίκηση]] («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δερμάτινο [[λουρί]] με το οποίο έδεναν τα υποδήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>στρ.</b> «ἐφ' ἡνίαν» — [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀννία</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ν</i>- και [[αντέκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνσία</i>, με [[αφομοίωση]]. Η [[δασύτητα]] της λ. δεν ερμηνεύεται με [[βεβαιότητα]] και [[μάλλον]] δεν [[είναι]] αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. <i>ē</i>(<i>i</i>)<i>si</i>, ενώ η [[συσχέτιση]] με λατ. <i>ā</i><i>nsa</i> «[[λαβή]]» και λιθ. <i>ā</i><i>sa</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (<i>ἡνίαι</i>), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. ([[ἡνία]]) [[προφανώς]] για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως <i>ἡνίαι</i> επιβεβαιώνεται ως [[αρχικός]] από μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i> «[[ηνία]]» και οργανική πληθ. <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i>-<i>pi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ηνιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηνίοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοποιός]], [[ηνιορράφος]], [[ηνιόστροφος]], [[ηνιοστρόφος]]<br />(Β συνθετικό) [[ευήνιος]], [[δυσήνιος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήνιος]], [[φιλήνιος]], [[χρυσήνιος]].<br /><b>(II)</b><br />τα (AM [[ἡνία]], Α δωρ. τ. ἁνία)<br />πληθ. του [[ηνίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἡνία, δωρ. τ. ἁνία)
1. ηνίο, χαλινός, χαλινάρι, γκέμι («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», Αισχύλ.)
2. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διοίκηση («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. δερμάτινο λουρί με το οποίο έδεναν τα υποδήματα
2. φρ. στρ. «ἐφ' ἡνίαν» — προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀννία, με απλοποίηση τών δύο -ν- και αντέκταση του α- σε η- < ἀνσία, με αφομοίωση. Η δασύτητα της λ. δεν ερμηνεύεται με βεβαιότητα και μάλλον δεν είναι αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. ē(i)si, ενώ η συσχέτιση με λατ. ānsa «λαβή» και λιθ. āsa, με την ίδια σημασία, δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (ἡνίαι), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. (ἡνία) προφανώς για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως ἡνίαι επιβεβαιώνεται ως αρχικός από μυκηναϊκή a-ni-ja «ηνία» και οργανική πληθ. a-ni-ja-pi.
ΠΑΡ. νεοελλ. ηνιακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηνίοχος
αρχ.
ηνιοποιός, ηνιορράφος, ηνιόστροφος, ηνιοστρόφος
(Β συνθετικό) ευήνιος, δυσήνιος, πειθήνιος
αρχ.
ανήνιος, φιλήνιος, χρυσήνιος.
(II)
τα (AM ἡνία, Α δωρ. τ. ἁνία)
πληθ. του ηνίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].