κοντά: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(21)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> (Μ [[κοντά]])<br /> <b>επίρρ.</b><br /> <b>1.</b> (τοπικό) [[πλησίον]], [[εγγύς]], [[δίπλα]] («μένει [[κοντά]] στη [[μητέρα]] της»)<br /> <b>2.</b> ([[χρονικό]] ή ποσοτικό) [[σχεδόν]], [[περίπου]] (α. «[[είναι]] [[κοντά]] [[πέντε]] μέρες που [[περιμένω]] την απάντησή σου» β. «η [[συνεδρίαση]] τελείωσε [[κοντά]] στα ξημερώματα»)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> σε [[σύγκριση]] με (α. «[[κοντά]] σ' αυτό που πάθαμε, αυτά που λες δεν [[είναι]] [[τίποτε]]» β. «τί είν' τα βάσανα της ζωής [[κοντά]] στον θάνατο;»)<br /> <b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον ή [[κάτι]] («[[πάγω]] κι εγώ να τήνε βρω, μα έλα και συ [[κοντά]] μου», Πανώρ.)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «από [[κοντά]]» — [[κατά]] [[πόδας]]<br /> β) «[[κοντά]] [[κοντά]]» — [[δίπλα]] [[δίπλα]]<br /> <b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κοντά]] στον νου κι η [[γνώση]]» — για ευκόλως εννοούμενα πράγματα<br /> <b>μσν.</b><br /> <b>1.</b> με [[συντομία]], περιληπτικά<br /> <b>2.</b> σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[σύντομα]]<br /> <b>3.</b> επί [[πλέον]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (Ι) «[[βραχύς]]» <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) «[[κοντάρι]]»].———————— <b>(II)</b><br /> [[κοντά]], τὰ (Μ)<br /> ταινίες με τις οποίες οι κυνηγοί προσέδεναν στους καρπούς των χεριών τους τα πόδια των γερακιών.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> (Μ [[κοντά]])<br /> <b>επίρρ.</b><br /> <b>1.</b> (τοπικό) [[πλησίον]], [[εγγύς]], [[δίπλα]] («μένει [[κοντά]] στη [[μητέρα]] της»)<br /> <b>2.</b> ([[χρονικό]] ή ποσοτικό) [[σχεδόν]], [[περίπου]] (α. «[[είναι]] [[κοντά]] [[πέντε]] μέρες που [[περιμένω]] την απάντησή σου» β. «η [[συνεδρίαση]] τελείωσε [[κοντά]] στα ξημερώματα»)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> σε [[σύγκριση]] με (α. «[[κοντά]] σ' αυτό που πάθαμε, αυτά που λες δεν [[είναι]] [[τίποτε]]» β. «τί είν' τα βάσανα της ζωής [[κοντά]] στον θάνατο;»)<br /> <b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον ή [[κάτι]] («[[πάγω]] κι εγώ να τήνε βρω, μα έλα και συ [[κοντά]] μου», Πανώρ.)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «από [[κοντά]]» — [[κατά]] [[πόδας]]<br /> β) «[[κοντά]] [[κοντά]]» — [[δίπλα]] [[δίπλα]]<br /> <b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κοντά]] στον νου κι η [[γνώση]]» — για ευκόλως εννοούμενα πράγματα<br /> <b>μσν.</b><br /> <b>1.</b> με [[συντομία]], περιληπτικά<br /> <b>2.</b> σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[σύντομα]]<br /> <b>3.</b> επί [[πλέον]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (Ι) «[[βραχύς]]» <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) «[[κοντάρι]]»].<br /><b>(II)</b><br /> [[κοντά]], τὰ (Μ)<br /> ταινίες με τις οποίες οι κυνηγοί προσέδεναν στους καρπούς των χεριών τους τα πόδια των γερακιών.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (ΙΙ) με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
κοντά)
επίρρ.
1. (τοπικό) πλησίον, εγγύς, δίπλα («μένει κοντά στη μητέρα της»)
2. (χρονικό ή ποσοτικό) σχεδόν, περίπου (α. «είναι κοντά πέντε μέρες που περιμένω την απάντησή σου» β. «η συνεδρίαση τελείωσε κοντά στα ξημερώματα»)
νεοελλ.
1. σε σύγκριση με (α. «κοντά σ' αυτό που πάθαμε, αυτά που λες δεν είναι τίποτε» β. «τί είν' τα βάσανα της ζωής κοντά στον θάνατο;»)
2. μαζί με κάποιον ή κάτιπάγω κι εγώ να τήνε βρω, μα έλα και συ κοντά μου», Πανώρ.)
3. φρ. α) «από κοντά» — κατά πόδας
β) «κοντά κοντά» — δίπλα δίπλα
4. παροιμ. «κοντά στον νου κι η γνώση» — για ευκόλως εννοούμενα πράγματα
μσν.
1. με συντομία, περιληπτικά
2. σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα
3. επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι»].
(II)
κοντά, τὰ (Μ)
ταινίες με τις οποίες οι κυνηγοί προσέδεναν στους καρπούς των χεριών τους τα πόδια των γερακιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) με αλλαγή γένους].