ἐπιίστωρ: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> μυημένος σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ειδήμων, [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐπιίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> μυημένος σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ειδήμων, [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-ίστωρ, ορος,<br /><b class="num">1.</b> [[privy]] to a [[thing]], c. gen., Od.<br /><b class="num">2.</b> acquainted with, [[practised]] in a [[thing]], c. gen., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:29, 9 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A privy to a thing: c.gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od.21.26; so τεῶν μύθων ἐ. A.R.4.89: abs., ib.16. 2. acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP11.371 (Pall.), App.Anth.7.2 (Euc.); σοφίης IG3.946, cf. Doroth.in Cat.Cod.Astr.2.172.
German (Pape)
[Seite 944] ορος, der um Etwas weiß, kundig, erfahren; bei Hom. einmal, Odyss. 21, 26, φῶθ' Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων, den großer Thaten kundigen, entweder = den Vollbringer großer, tapferer Thaten, oder = den Mitwisser eines Verbrechens, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109. – Sp. D., z. B. δίσκων Pallad. 27 (XI, 371, vgl. XV, 13); θήρης Qu. Sm. 5, 203; mitwissend, Ap. Rh. 4, 16; Zeuge, 4, 87.
English (Autenrieth)
ορος (root ϝιδ): conscious of, accomplice in, Od. 21.26†.
Greek Monolingual
ἐπιίστωρ, ο (Α)
1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.)
2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ-) του θέματος Fειδ- του ρ. oίδα «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
ἐπιίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. μυημένος σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
2. ειδήμων, έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπι-ίστωρ, ορος,
1. privy to a thing, c. gen., Od.
2. acquainted with, practised in a thing, c. gen., Anth.