παροκωχή: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παροκωχή:''' v. l. [[παροχή]] ἡ доставка, поставка ([[νεῶν]] Thuc.). | |elrutext='''παροκωχή:''' v. l. [[παροχή]] ἡ доставка, поставка ([[νεῶν]] Thuc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρ-οκωχή, ἡ,<br />redupl. [[form]] of [[παροχή]], a supplying, furnishing, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (παρέχω)
A supplying, furnishing, νεῶν Th.6.85(ap. Phot., Suid.; παροχή codd.); γνωμῶν J.AJ 17.9.5(v.l.παρακωχή).
German (Pape)
[Seite 526] s. παρακωχή, so steht bei Phot. u. Suid.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
att. c. παρακωχή.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ-οκωχή].
Greek Monotonic
παροκωχή: ἡ, αναδιπλ. τύπος αντί παροχή, προμήθεια, εφοδιασμός, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering.
Russian (Dvoretsky)
παροκωχή: v. l. παροχή ἡ доставка, поставка (νεῶν Thuc.).
Middle Liddell
παρ-οκωχή, ἡ,
redupl. form of παροχή, a supplying, furnishing, Thuc.