καλλιπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλιπάρθενος -ον [καλός, παρθένος] met mooie meisjes, met mooie nimfen. van een mooi meisje:. δέρη κ. hals van een mooi meisje Eur. IA 1574.
|elnltext=καλλιπάρθενος -ον [καλός, παρθένος] met mooie meisjes, met mooie nimfen. van een mooi meisje:. δέρη κ. hals van een mooi meisje Eur. IA 1574.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πάρθενος, ον<br />with [[beautiful]] nymphs, Eur.; [[δέρη]] κ. necks of beauteous maidens, Eur.
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρθενος Medium diacritics: καλλιπάρθενος Low diacritics: καλλιπάρθενος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kallipárthenos Transliteration B: kalliparthenos Transliteration C: kalliparthenos Beta Code: kallipa/rqenos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful nymphs, Νείλου . . κ. ῥοαί E.Hel.1; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later καλλι-παρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπάρθενος: -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· δέρη καλ., λαιμὸς καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ παρθένος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une belle jeune fille.
Étymologie: καλός, παρθένος.

Greek Monolingual

καλλιπάρθενος, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. καλλιπάρθενος
η ωραία παρθένα
αρχ.
αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθένος.

Greek Monotonic

καλλιπάρθενος: -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· δέρηκ., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπάρθενος:
1) изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);
2) принадлежащий прекрасной деве, девичий (δέρη Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπάρθενος -ον [καλός, παρθένος] met mooie meisjes, met mooie nimfen. van een mooi meisje:. δέρη κ. hals van een mooi meisje Eur. IA 1574.

Middle Liddell

καλλι-πάρθενος, ον
with beautiful nymphs, Eur.; δέρη κ. necks of beauteous maidens, Eur.