ταυρογάστωρ: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταυρογάστωρ:''' -ορος, ὁ ([[γαστήρ]]), αυτός που έχει [[κοιλιά]] ταύρου· μεταφ., [[τεράστιος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ταυρογάστωρ:''' -ορος, ὁ ([[γαστήρ]]), αυτός που έχει [[κοιλιά]] ταύρου· μεταφ., [[τεράστιος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ταυρο-γάστωρ, ορος, ὁ, [[γαστήρ]]<br />with [[bull]]'s [[paunch]]: metaph. [[enormous]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A with bull's paunch: metaph., enormous, APl.4.52 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1073] ορος, ὁ, Stierbauch, Philp. 46 (Plan. 52).
Greek (Liddell-Scott)
ταυρογάστωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἔχων κοιλίαν ταύρου· μεταφορ., ὑπερμεγέθης, Ἀνθ. Πλαν. 52.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
au ventre de taureau.
Étymologie: ταῦρος, γαστήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
1. αυτός που έχει ογκώδη κοιλιά σαν τον ταύρο
2. μτφ. υπερμεγέθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ὑδρο-γάστωρ].
Greek Monotonic
ταυρογάστωρ: -ορος, ὁ (γαστήρ), αυτός που έχει κοιλιά ταύρου· μεταφ., τεράστιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ταυρο-γάστωρ, ορος, ὁ, γαστήρ
with bull's paunch: metaph. enormous, Anth.