δυσέμβατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσέμβᾰτος:''' неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).
|elrutext='''δυσέμβᾰτος:''' неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]έμβᾰτος, ον<br />[[hard]] to [[walk]] on, Thuc.
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέμβᾰτος Medium diacritics: δυσέμβατος Low diacritics: δυσέμβατος Capitals: ΔΥΣΕΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: dysémbatos Transliteration B: dysembatos Transliteration C: dysemvatos Beta Code: duse/mbatos

English (LSJ)

ον,

   A hard to walk on, rugged, τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10; inaccessible, οἰωνοῖσι D.P.1150.

German (Pape)

[Seite 679] worauf schwer zu fußen ist; schwer zu besteigen; κάρηνα οὔρεος Nonn. D. 11, 216; ὄρος οἰωνοῖσιν D. Per 1150; τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc. 4, 10; bei Plut. Symp. 4, 1, 2 übertr., wo jetzt nach Reiske δυσσύμβατος steht.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέμβατος: -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, πετρώδης, τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· ἀπρόσιτος, δυσπρόσιτος, οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible, impénétrable ; fig. qui s’accorde mal.
Étymologie: δυσ-, ἐμβαίνω.

Spanish (DGE)

(δυσέμβᾰτος) -ον
1 de difícil acceso, inaccesible, inviable τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10, τρηχαλέης ... δυσέμβατα νῶτα κολώνης Nonn.D.5.406, cf. 45.229, οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.D.11.216, οἶμος Triph.102, τεῖχος Basil.Ep.14.2, c. dat. (αἴη) δ. οἰωνοῖσι D.P.1150, ἡ γὰρ δυσχωρία Πέρσαις ... δ. Lyd.Mag.3.34.
2 fig. difícilmente vadeable, difícil de atravesar βίος en compar. c. un torrente, Epict.Gnom.1
impenetrable de la obra de Nicómaco de Gerasa, Phot.Bibl.145a34.

Greek Monolingual

δυσέμβατος, -ον (AM)
μσν.
μτφ. δυσνόητος
αρχ.
1. δύσβατος
2. δυσπρόσιτος.

Greek Monotonic

δυσέμβᾰτος: -ον, αυτός στον οποίο κάποιος δύσκολα βαδίζει, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσέμβᾰτος: неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).

Middle Liddell

δυσ-έμβᾰτος, ον
hard to walk on, Thuc.