ἱπποβότης: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱπποβότης:''' ου ὁ разводящий коней, коневод ([[Ἀτρεύς]] Eur.): οἱ ἱπποβόται Her., Arst., Plut. гиппоботы (класс крупных землевладельцев в Халкиде - Эвбея). | |elrutext='''ἱπποβότης:''' ου ὁ разводящий коней, коневод ([[Ἀτρεύς]] Eur.): οἱ ἱπποβόται Her., Arst., Plut. гиппоботы (класс крупных землевладельцев в Халкиде - Эвбея). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱππο-[[βότης]], ου, [[βόσκω]]<br /><b class="num">I.</b> [[feeder]] of horses, Eur.<br /><b class="num">II.</b> the ἱπποβόται at [[Chalcis]] in [[Euboea]] were a class, like the ἱππεῖς at [[Athens]], Lat. Equites, the Knights, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, (βόσκω)
A feeder of horses, Ἀτρεύς E.Or.1000 (lyr., but prob. -βώτα), IA1059 (but prob. -βάτας). II ἱπποβόται, οἱ, at Chalcis in Euboea a social class (cf. ἱππεύς 11), Knights, Hdt.5.77, 6.100; ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Arist.Fr.603.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Rossenährer, Ἀτρεύς, Eur. Or. 995 I. A. 1059; so hießen in Chalkis auf Euböa die Aristokraten, weil sie sich Pferde hielten, Her. 5, 77. 6, 100. 7, 155; vgl. Plut. Pericl. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποβότης: -ου, ὁ, (βόσκω) ὁ τρέφων ἵππους, Ἀτρεὺς Εὐρ. Ὀρ. 1000, Ι. Α. 1059. ΙΙ. οἱ ἱπποβόται ἐν Χαλκίδι τῆς Εὐβοίας ἦσαν τάξις πολιτῶν, ὡς οἱ ἱππεῖς, Λατ. Equites, οἱ ἱππόται, εὐγενεῖς, Ἡρόδ. 5. 77., 6. 100· ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Ἀριστ. Ἀποσπ. 560, πρβλ. Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλ. τ. 3, σ. 228, πρβλ. ἱππεὺς ΙΙ, ἱπποτρόφος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui nourrit ou élève des chevaux ; οἱ ἱπποβόται HDT les éleveurs de chevaux, càd les nobles ; οἱ Ἱπποβόται les Hippobotes, nobles d’Érétrie.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.
Greek Monolingual
ἱπποβότης, ὁ (Α)
1. αυτός που τρέφει ίππους
2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται
ονομασία τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι-βότης, υο-βότης].
Greek Monotonic
ἱπποβότης: -ου, ὁ (βόσκω)·
I. αυτός που εκτρέφει άλογα, σε Ευρ.
II. οι ἱπποβόται στη Χαλκίδα της Εύβοιας ήταν τάξη πολιτών, όπως οι ἱππεῖς στην Αθήνα, Λατ. Equites, «ιππότες», ευγενείς, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποβότης: ου ὁ разводящий коней, коневод (Ἀτρεύς Eur.): οἱ ἱπποβόται Her., Arst., Plut. гиппоботы (класс крупных землевладельцев в Халкиде - Эвбея).
Middle Liddell
ἱππο-βότης, ου, βόσκω
I. feeder of horses, Eur.
II. the ἱπποβόται at Chalcis in Euboea were a class, like the ἱππεῖς at Athens, Lat. Equites, the Knights, Hdt.