ραγίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(35)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ραΐζω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[ιδίως]] για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου [[χωρίς]] όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, [[υφίσταμαι]] [[ράγισμα]], [[παθαίνω]] [[ρωγμή]] («και το [[σπαθί]] μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διακόπτω]] την [[αρμογή]] ή τη [[συνοχή]] ενός πράγματος, [[προξενώ]] [[ράγισμα]] («ράγισες το [[βάζο]] [[έτσι]] που το χτύπησες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η [[καρδιά]] μου»<br />(με μτφ. σημ.) [[λυπάμαι]] [[πάρα]] πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το [[γυαλί]]»<br /><b>μτφ.</b> κλονίστηκε η [[υγεία]] ή η [[πίστη]] κάποιου ανεπανόρθωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐρράγησα</i> (<span style="color: red;"><</span> γ' πληθ. του παθ. αορ. <i>ἐρράγησαν</i> του [[ῥήγνυμι]]) [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: <i>ἐμάνησαν</i>: <i>ἐμάνησα</i>: [[μανίζω]], [[σήπομαι]]: <i>ἐσάπησαν</i>: <i>ἐσάπησα</i>: [[σαπίζω]])].———————— <b>(II)</b><br />ΜΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />[[συλλέγω]] ρώγες, [[ραγολογώ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ραΐζω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[ιδίως]] για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου [[χωρίς]] όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, [[υφίσταμαι]] [[ράγισμα]], [[παθαίνω]] [[ρωγμή]] («και το [[σπαθί]] μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διακόπτω]] την [[αρμογή]] ή τη [[συνοχή]] ενός πράγματος, [[προξενώ]] [[ράγισμα]] («ράγισες το [[βάζο]] [[έτσι]] που το χτύπησες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η [[καρδιά]] μου»<br />(με μτφ. σημ.) [[λυπάμαι]] [[πάρα]] πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το [[γυαλί]]»<br /><b>μτφ.</b> κλονίστηκε η [[υγεία]] ή η [[πίστη]] κάποιου ανεπανόρθωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐρράγησα</i> (<span style="color: red;"><</span> γ' πληθ. του παθ. αορ. <i>ἐρράγησαν</i> του [[ῥήγνυμι]]) [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: <i>ἐμάνησαν</i>: <i>ἐμάνησα</i>: [[μανίζω]], [[σήπομαι]]: <i>ἐσάπησαν</i>: <i>ἐσάπησα</i>: [[σαπίζω]])].<br /> <b>(II)</b><br />ΜΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />[[συλλέγω]] ρώγες, [[ραγολογώ]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και ραΐζω Ν
1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι)
2. (μτβ.) διακόπτω την αρμογή ή τη συνοχή ενός πράγματος, προξενώ ράγισμα («ράγισες το βάζο έτσι που το χτύπησες»)
3. φρ. α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η καρδιά μου»
(με μτφ. σημ.) λυπάμαι πάρα πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το γυαλί»
μτφ. κλονίστηκε η υγεία ή η πίστη κάποιου ανεπανόρθωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐρράγησα (< γ' πληθ. του παθ. αορ. ἐρράγησαν του ῥήγνυμι) κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. μαίνομαι: ἐμάνησαν: ἐμάνησα: μανίζω, σήπομαι: ἐσάπησαν: ἐσάπησα: σαπίζω)].
(II)
ΜΑ [[ῥάξ, ῥαγός]]
συλλέγω ρώγες, ραγολογώ.