ἀθυρόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀθῠρόστομος:''' говорливый, неумолчный. | |elrutext='''ἀθῠρόστομος:''' говорливый, неумолчный. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θύρα]], [[στόμα]], = [[ἀθυρόγλωττος]],]<br />[[ever]]-[[babbling]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = ἀθυρόγλωττος, ἀ. Ἀχώ ever-babbling Echo, S.Ph.188 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠρόστομος: -ον, = ἀθυρόγλωττος, ἀθ. ἀχώ, ἀδιακόπως λαλαγοῦσα ἢ ἀντιλαλοῦσα ἠχώ, Σοφ. Φ. 188, πρβλ. ἄθυρος, ΙΙ. Α. Β. 352.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde sans retenue, indiscret.
Étymologie: ἄθυρος, στόμα.
Spanish (DGE)
(ἀθῠρόστομος) -ον
que no cierra la boca, que no calladel eco, S.Ph.188, de pers. τῆς ἀρετῆς οὐδέποτε νικωμένης τοῖς τῶν ἀθυροστόμων ψόγοις Pall.V.Chrys.19.186.
Greek Monotonic
ἀθῠρόστομος: -ον (θύρα, στόμα) = ἀθυρόγλωττος, αυτός που πολυλογεί, που φλυαρεί αδιάκοπα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρόστομος: говорливый, неумолчный.
Middle Liddell
θύρα, στόμα, = ἀθυρόγλωττος,]
ever-babbling, Soph.