ἐχθραίνω: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐχθραίνω:''' Xen., Plut. = [[ἐχθαίρω]]. | |elrutext='''ἐχθραίνω:''' Xen., Plut. = [[ἐχθαίρω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐχθρός]] later form of [[ἐχθαίρω]]<br />to [[hate]], Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 9 January 2019
English (LSJ)
impf.
A ἤχθραινον X.Ages.11.5: aor. 1 ἤχθρηνα Max.67, -ᾱνα Ph.2.394; later form of ἐχθαίρω (q.v.): (ἐχθρός):— hate, τινα X.l.c.; τι Ph.2.297; οἱ ἐχθράναντες one's enemies, ib.394:— Pass., ὑπό τινων Phld.Mort.20; also ἐ. τινί to be at enmity with, LXX Nu.25.18, al., Ael.NA5.2. II make hateful or hostile, τινά τινι Max.l.c.
German (Pape)
[Seite 1125] = ἐχθαίρω, hassen; οὐδένα ἤχθρανε Xen. Ages. 11, 5; Sp., wie Plut. Num. 5; – feindlich sein, τινί, Ael. H. A. 5, 2. – Bei Soph. Ant. 93 Ai. 664 ist jetzt ἐχθαίρω hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθραίνω: παρατ. ἤχθραινον Ξεν. Ἀγησ. 11. 5: ἀόρ. ἤχθρηνα Μάξιμ, π. καταρχ. 67· (ἐχθρός): ― μεταγεν. τύπος τοῦ ἐχθαίρω (ὃ ἴδε), μισῶ, τινα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Νουμ. 5: ― ὡσαύτως, ἐχθραίνω τινί, διατελῶ ἐν ἐχθρικαῖς σχέσεσι πρός τινα, Αἰλ. π. Ζ. 5. 2. ΙΙ. καθιστῶ τινα μισητὸν ἢ ἐχθρικόν, τινά τινι Μάξιμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐχθραίνουσα τέκνοις γονέας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 26.
French (Bailly abrégé)
haïr, acc. ; p. ext. être ennemi de, τινι.
Étymologie: ἔχθρα.
Greek Monolingual
ἐχθραίνω (ΑΜ) έχθρα
(μεταγ. τ. του εχθαίρω)
1. μισώ, εχθρεύομαι
2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)
3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)
μσν.
(και το μέσ.) ἐχθραίνομαι
(με ενεργ. σημ.) εχθρεύομαι, μισώ
αρχ.
(μτχ. αορ.) οἱ ἐχθράναντες
οι εχθροί.
Greek Monotonic
ἐχθραίνω: παρατ. ἤχθραινον (ἐχθρός), μεταγεν. τύπος του ἐχθαίρω, μισώ, εχθρεύομαι, σε Ξεν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθραίνω: Xen., Plut. = ἐχθαίρω.