ἁλιήρης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁλιήρης:''' рассекающий, бороздящий море ([[κώπη]] Eur.).
|elrutext='''ἁλιήρης:''' рассекающий, бороздящий море ([[κώπη]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἐρέσσω]]<br />[[sweeping]] the sea, [[κώπη]] Eur.
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιήρης Medium diacritics: ἁλιήρης Low diacritics: αλιήρης Capitals: ΑΛΙΗΡΗΣ
Transliteration A: haliḗrēs Transliteration B: haliērēs Transliteration C: aliiris Beta Code: a(lih/rhs

English (LSJ)

ες, (ἐρέσσω)

   A sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.

Spanish (DGE)

-ες

• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.

Greek Monolingual

ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].

Greek Monotonic

ἁλιήρης: -ες (ἐρέσσω), αυτός που σαρώνει τα κύματα, κώπη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιήρης: рассекающий, бороздящий море (κώπη Eur.).

Middle Liddell

[ἅλς, ἐρέσσω
sweeping the sea, κώπη Eur.