ἄκημα: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄκημα:''' ατος τό Hom. v. l. = [[ἄκεσμα]]. | |elrutext='''ἄκημα:''' ατος τό Hom. v. l. = [[ἄκεσμα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἄκεσμα]]<br />a [[cure]], [[relief]], ὀδυνάων for pains, Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄκημα: τό = ἄκεσμα, θεραπεία, περίθαλψη, ὀδυνάων, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκημα: ατος τό Hom. v. l. = ἄκεσμα.