πλάγος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλάγος:''' τό, [[πλευρά]], αρχ. Δωρ. [[λέξη]]. | |lsmtext='''πλάγος:''' τό, [[πλευρά]], αρχ. Δωρ. [[λέξη]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=![[πλάγος]], εος, τό,<br />the [[side]], old doric [[word]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.
Greek (Liddell-Scott)
πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
mot dor.
côté.
Étymologie: cf. πλάγιος.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
(δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος, πιθ. κατά το πλάτος.
Greek Monotonic
πλάγος: τό, πλευρά, αρχ. Δωρ. λέξη.