παρακινδύνευσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.
|elnltext=παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρακινδύνευσις]], εως, [from [[παρακινδυνεύω]]<br />a [[desperate]] [[venture]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακινδύνευσις Medium diacritics: παρακινδύνευσις Low diacritics: παρακινδύνευσις Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: parakindýneusis Transliteration B: parakindyneusis Transliteration C: parakindynefsis Beta Code: parakindu/neusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A desperate venture, τὴν π. ποιεῖσθαι Th.5.100.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, das Wagen, waghaftes Un ternehmen; παρακινδύνευσιν ποιῶ, c. inf., Thuc. 5, 100; Sp., wie D. Hal. 1, 57.

Greek (Liddell-Scott)

παρακινδύνευσις: ἡ, ἐπικίνδυνον τόλμημα, Θουκ. 5. 100.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
audace excessive, témérité.
Étymologie: παρακινδυνεύω.

Greek Monotonic

παρακινδύνευσις: ἡ, επικίνδυνο τόλμημα, ριψοκίνδυνο εγχείρημα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρακινδύνευσις: εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.

Middle Liddell

παρακινδύνευσις, εως, [from παρακινδυνεύω
a desperate venture, Thuc.