περιέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περι-έννυμι, ep. aor. 3 sing. περὶ... ἕσσε, imperat. περὶ... ἕσσον, inf. med. περιέσσασθαι, aantrekken:. Πάτροκλον περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε hij trok Patroclus zijn eigen wapenrusting aan Il. 18.451 (tmesis).
|elnltext=περι-έννυμι, ep. aor. 3 sing. περὶ... ἕσσε, imperat. περὶ... ἕσσον, inf. med. περιέσσασθαι, aantrekken:. Πάτροκλον περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε hij trok Patroclus zijn eigen wapenrusting aan Il. 18.451 (tmesis).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic aor1 περίεσσα<br />to put [[round]], περὶ εἵματα [[ἕσσον]] Il.; περὶ τεύχεα ἕσσεν Il.: Mid., χλαῖναν περιέσσασθαι to put on one's [[cloak]], Hes.
}}
}}

Revision as of 13:23, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέννῡμι Medium diacritics: περιέννυμι Low diacritics: περιέννυμι Capitals: ΠΕΡΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: periénnymi Transliteration B: periennymi Transliteration C: periennymi Beta Code: perie/nnumi

English (LSJ)

Ep. Verb used in aor. Act. and Med.,

   A put round, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Il.16.670,680 ; περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε 18.451 :—Med., [χλαῖναν] περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.Op. 539.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.

Greek (Liddell-Scott)

περιέννῡμι: περιβάλλω, ἐνδύω, περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. περιτίθημι Ι.

French (Bailly abrégé)

revêtir;
Moy. περιέννυμαι s’envelopper de, se couvrir de, acc..
Étymologie: περί, ἕννυμι.

Greek Monolingual

Α
περιβάλλω με ενδύματα, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔννυμι «περιβάλλω, ενδύω»].

Greek Monotonic

περιέννῡμι: Επικ. αόρ. αʹ περίεσσα, τοποθετώ ολόγυρα, περὶ εἵματα ἕσσον, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τεύχεα ἕσσεν, στο ίδ. — Μέσ., χλαῖναν περιέσσασθαι, φορώ τον μανδύα μου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

περιέννῡμι: надевать (εἵματα Hom. - in tmesi; med. χλαῖναν Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-έννυμι, ep. aor. 3 sing. περὶ... ἕσσε, imperat. περὶ... ἕσσον, inf. med. περιέσσασθαι, aantrekken:. Πάτροκλον περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε hij trok Patroclus zijn eigen wapenrusting aan Il. 18.451 (tmesis).

Middle Liddell

epic aor1 περίεσσα
to put round, περὶ εἵματα ἕσσον Il.; περὶ τεύχεα ἕσσεν Il.: Mid., χλαῖναν περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.