χαριτώπης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαρῐτώπης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[χαριτῶπις]], <i>-ιδος</i> (<i>ὤψ</i>), [[ευχάριστος]] στην όψη, [[χαριτωμένος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''χαρῐτώπης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[χαριτῶπις]], <i>-ιδος</i> (<i>ὤψ</i>), [[ευχάριστος]] στην όψη, [[χαριτωμένος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαρῐτ-ώπης, ου, ὁ, φεμ. [[χαριτῶπις]], ιδος, [ὤψ]<br />[[graceful]] of [[aspect]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρῐτώπης Medium diacritics: χαριτώπης Low diacritics: χαριτώπης Capitals: ΧΑΡΙΤΩΠΗΣ
Transliteration A: charitṓpēs Transliteration B: charitōpēs Transliteration C: charitopis Beta Code: xaritw/phs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὤψ)

   A graceful of aspect, Orph.H.17.5: fem. χαριτῶπις, ιδος, IG3.1376.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, von anmuthigem, reizendem Blick, holdblickend, Orph. H. 16, 5.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτώπης: -ου, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν πλήρη χάριτος, Ὀρφ. Ὕμν 16. 5· θηλ. χαριτῶπις, ιδος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτημ. 209.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à l’air gracieux.
Étymologie: χάρις, ὤψ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ώπιδος, Α
χαριτόμορφος, χαριτοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώπης (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. γλαυκ-ώπης / -ῶπις].

Greek Monotonic

χαρῐτώπης: -ου, ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ιδος (ὤψ), ευχάριστος στην όψη, χαριτωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαρῐτ-ώπης, ου, ὁ, φεμ. χαριτῶπις, ιδος, [ὤψ]
graceful of aspect, Anth.