λήθαιος: Difference between revisions
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λήθαιος:''' ή [[ληθαῖος]], -α, -ον ([[Λήθη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη [[Λήθη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λήθαιος:''' ή [[ληθαῖος]], -α, -ον ([[Λήθη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη [[Λήθη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λήθαιος]], [[ληθαῖος]], η, ον [[Λήθη]]<br />of or from [[Lethe]], Lethean, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
or ληθαῖος, α, ον, (λήθη)
A of or causing forgetfulness, πτερόν, of Sleep, Call.Del.234; σκότος Lyc.1127, etc. 2 of persons, oblivious, opp. ἔμφρων, S.E.M.7.129. II of or from Lethe, ἄκατος AP9.279 (Bass.); v.λήθη 11. III λ. λίθος, = μελιτίτης λ., Ps.-Dsc.476 ed. Sarac.
Greek (Liddell-Scott)
λήθαιος: ἢ ληθαῖος, α, ον, (λήθη) ἀνήκων εἰς τὴν λήθην ἢ ἐμποιῶν λήθην, ἐπίληθος, ἐπιληστικός, λησμονητικός, ληθαῖον ὕπνου πτερόν, τὸ λήθην τῶν κακῶν ἐμποιοῦν, Καλλ. εἰς Δῆλ: 234· σκότος Λυκόφρ. 1127· πόμα Συνέσ. κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐπιλήσμων, ἐναντίον τοῦ ἔμφρων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129· ΙΙ. ἐκ τῆς Λήθης, ἄκατος Ἀνθ. Π. 9. 279· ἴδε λήθη ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui fait oublier;
2 qui oublie facilement.
Étymologie: λήθη.
Greek Monolingual
λήθαιος, -αία, -ον και ληθαῑος, -αία, -ον (Α) λήθη
1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων
3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή του κάτω κόσμου
4. φρ. «λήθαιος λίθος» — πολύτιμος λίθος ο οποίος θεωρούνταν ότι επέφερε λήθη, ο μελιτίτης λίθος.
Greek Monotonic
λήθαιος: ή ληθαῖος, -α, -ον (Λήθη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Λήθη, σε Ανθ.
Middle Liddell
λήθαιος, ληθαῖος, η, ον Λήθη
of or from Lethe, Lethean, Anth.