κλυτόδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κλῠτόδενδρος:''' славящийся (своими) деревьями ([[Πιερίη]] Anth.).
|elrutext='''κλῠτόδενδρος:''' славящийся (своими) деревьями ([[Πιερίη]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κλῠτό-δενδρος, ον [[δένδρον]]<br />[[famous]] for trees, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόδενδρος Medium diacritics: κλυτόδενδρος Low diacritics: κλυτόδενδρος Capitals: ΚΛΥΤΟΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: klytódendros Transliteration B: klytodendros Transliteration C: klytodendros Beta Code: kluto/dendros

English (LSJ)

ον,

   A famous for trees, Πιερίη AP4.2.1 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2).

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόδενδρος: -ον, περίφημος διὰ τὰ δένδρα της, Πιερίη Ἀνθ. Π. 4. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
renommé pour ses beaux arbres.
Étymologie: κλυτός, δένδρον.

Greek Monolingual

κλυτόδενδρος, -ον (Α)
αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό-δενδρος, φιλό-δενδρος].

Greek Monotonic

κλῠτόδενδρος: -ον (δένδρον), περίφημος για τα δένδρα του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόδενδρος: славящийся (своими) деревьями (Πιερίη Anth.).

Middle Liddell

κλῠτό-δενδρος, ον δένδρον
famous for trees, Anth.