πολυχειρία: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυχειρία:''' ἡ обилие (рабочих) рук Thuc., Xen. etc. | |elrutext='''πολυχειρία:''' ἡ обилие (рабочих) рук Thuc., Xen. etc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολῠχειρία, ἡ,<br />a [[multitude]] of hands, i. e. workmen or assistants, Thuc., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A multitude of hands, i.e. workmen or assistants, Th.2.77, X.Cyr.3.3.26, Arist.Mu.398b12, Man. ap. J.Ap.1.26. II possession of many hands, Βριάρεω π. Polem.Cyn.43.
German (Pape)
[Seite 677] ἡ, Menge von Händen, Βριάρεω, Polem. 1, 43; von Arbeitern, Helfern, Thuc. 2, 77; Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 8, 5, 2; D. Sic. 11, 2, 40.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχειρία: ἡ, πλῆθος χειρῶν, δηλ. ἐργατῶν ἢ βοηθῶν, Θουκ. 2. 77, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχε(ι)ρία· πλῆθος ἐργαζομένων καὶ ἀνυόντων».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
multitude de bras, d’ouvriers ou de personnes.
Étymologie: πολύχειρ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πολύχειρος
1. το πλήθος τών χεριών, δηλ. εργατών, βοηθών
2. η ιδιότητα του πολύχειρου, το να έχει κανείς πολλά χέρια.
Greek Monotonic
πολῠχειρία: ἡ, πλήθος χεριών, δηλ. εργάτες ή βοηθοί, σε Θουκ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυχειρία -ας, ἡ [πολύχειρ] veelheid van helpers.
Russian (Dvoretsky)
πολυχειρία: ἡ обилие (рабочих) рук Thuc., Xen. etc.
Middle Liddell
πολῠχειρία, ἡ,
a multitude of hands, i. e. workmen or assistants, Thuc., Xen.