προβατοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προβατοκάπηλος -ου, ὁ [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar. | |elnltext=προβατοκάπηλος -ου, ὁ [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προβᾰτο-[[κάπηλος]], ον,<br />a [[retailer]] of [[sheep]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
English (LSJ)
[κᾰ], ὁ,
A sheep-dealer, retailer of sheep, Plu.Per.24, Com.Adesp.62.
German (Pape)
[Seite 711] mit Vieh, bes. mit Schafen handelnd; Schol. Ar. Equ. 762; Plut. Pericl. 24; Poll. 7, 184.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορος, Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. προβατοπώλης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de moutons.
Étymologie: πρόβατον, κάπηλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
έμπορος προβάτων, προβατέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο-κάπηλος)].
Greek Monotonic
προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προβᾰτοκάπηλος: ὁ мелкий торговец скотом Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβατοκάπηλος -ου, ὁ [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar.