θεόκτιτος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεόκτῐτος:''' Anth. = [[θεόκτιστος]]. | |elrutext='''θεόκτῐτος:''' Anth. = [[θεόκτιστος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θεό-κτῐτος, ον [[κτίζω]]<br />created by God, [[Solon]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, Sol.36.6;
A γαῖα Epigr.Gr.223.5.
German (Pape)
[Seite 1196] dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).
Greek (Liddell-Scott)
θεόκτῐτος: -ον, = τῷ προηγ., Σόλων 35. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2892 - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 333.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
créé par la divinité.
Étymologie: θεός, *κτίω.
Greek Monotonic
θεόκτῐτος: -ον (κτίζω), ο δημιουργημένος από το Θεό, σε Σόλ.
Russian (Dvoretsky)
θεόκτῐτος: Anth. = θεόκτιστος.