ψευδομάρτυς: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige. | |elnltext=ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ψευδο-[[μάρτυς]], ῠρος, ὁ,<br />a false [[witness]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ῠρος, ὁ,
A false witness, pl. in Gorg.Pal.23, Pl.Grg. 472b, Critias 61: sg., IG5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ false witnesses about God, 1 Ep.Cor.15.15; as Adj., τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα the action for false witness, IGl.c. l. 8; ψ. τιμαί honours attesting no real merit, Plu.2.821f.
German (Pape)
[Seite 1394] υρος, ὁ, = ψευδομάρτυρ.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδὴς μάρτυς, Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.
French (Bailly abrégé)
υρος (ὁ) :
celui qui repose sur un faux témoignage.
Étymologie: ψευδής, μάρτυς.
Greek Monolingual
-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν
μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ εὗρον, ΚΔ
γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῡ παρασχόμενος ἐπιχειρεῑς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μάρτυς, -υρος].
Greek Monotonic
ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδής μάρτυρας, ψεύδορκος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.