ὀρθόπολις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρθόπολις:''' εως adj. правящий государством или городом Pind.
|elrutext='''ὀρθόπολις:''' εως adj. правящий государством или городом Pind.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθό-πολις, εως,<br />upholding the [[city]], Pind.
}}
}}

Revision as of 14:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπολις Medium diacritics: ὀρθόπολις Low diacritics: ορθόπολις Capitals: ΟΡΘΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: orthópolis Transliteration B: orthopolis Transliteration C: orthopolis Beta Code: o)rqo/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A upholding the city, Pi.O.2.7, BCH23.302 (Termessus).

German (Pape)

[Seite 375] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ ἑαυτοῦ δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui dirige sagement la Cité.
Étymologie: ὀρθός, πόλις.

English (Slater)

ὀρθόπολις m. adj.,
   1 who makes the city secure (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7)

Greek Monolingual

ὀρθόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ανορθώνει και διασώζει τις πόλεις με τη δικαιοσύνη του, αυτός που διοικεί ορθά και δίκαια την πόλη.

Greek Monotonic

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που ανορθώνει, που σώζει την πόλη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόπολις: εως adj. правящий государством или городом Pind.

Middle Liddell

ὀρθό-πολις, εως,
upholding the city, Pind.