τετράτρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετράτρῠφος:''' разломанный на четыре куска Hes.
|elrutext='''τετράτρῠφος:''' разломанный на четыре куска Hes.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-τρῠφος, ον, [[θρύπτω]]<br />[[broken]] [[into]] [[four]] pieces, Hes.
}}
}}

Revision as of 14:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτρῠφος Medium diacritics: τετράτρυφος Low diacritics: τετράτρυφος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΥΦΟΣ
Transliteration A: tetrátryphos Transliteration B: tetratryphos Transliteration C: tetratryfos Beta Code: tetra/trufos

English (LSJ)

ον, (θρύπτω)

   A broken into four pieces, Hes.Op.442; cf. ὀκτάβλωμος.

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, ἄρτος, Hes. O. 444.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτρῠφος: -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα σταυροειδῶς» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. ὀκτάβλωμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut rompre en quatre.
Étymologie: τέσσαρες, θρύπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)].

Greek Monotonic

τετράτρῠφος: -ον (θρύπτω), σπασμένος σε τέσσερα κομμάτια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τετράτρῠφος: разломанный на четыре куска Hes.

Middle Liddell

τετρά-τρῠφος, ον, θρύπτω
broken into four pieces, Hes.